Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

η κόρη του είναι

См. также в других словарях:

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

  • Αχιλληίς ή διήγησις περί του Αχιλλέως — Τίτλος ποιήματος, που ανήκει στην ενότητα της ακριτικής μας ποίησης ή της ποίησης πριν από την Άλωση. Σώζεται σε τρεις παραλλαγές, γραμμένες σε δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, σε γλώσσα μεικτή, από δημοτικούς στίχους και αρχαϊκά… …   Dictionary of Greek

  • Αρμούρη, Του — Τίτλος επικού ποιήματος που ανήκει στον ακριτικό κύκλο. Σύμφωνα με τον Γκρεγκουάρ, θεωρείται το αρχαιότερο δημοτικό τραγούδι που διατηρήθηκε στη μνήμη του λαού. Αποτελείται από 201 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και εκδόθηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Σεγκύρ, Σοφία Ροστόπτσιν, κόμισσα του- — Γαλλίδα συγγραφέας (Πετρούπολη 1799 Παρίσι 1874). Κόρη του Ρώσου στρατηγού Ροστόπτσιν, παντρεύτηκε τον κόμη Ευγένιο ντε Σεγκύρ. Ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων σπουδαιότερα από τα οποία είναι οι Αναμνήσεις ενός γάιδαρου (1860),… …   Dictionary of Greek

  • Λα Φαγιέτ, Μαρία Μαντελέν, κόμισσα του- — (Maria Madeleine comtesse de La Fayette, Παρίσι 1634 – 1693). Γαλλίδα συγγραφέας. Κόρη μηχανικού, παντρεύτηκε στα 21 της χρόνια τον κόμη Λα Φαγιέτ, με τον οποίο ζούσε σχεδόν πάντα χωριστά. Γύρω στο 1665, με τη συνεργασία της Μαντάμ ντε Σεβινιέ… …   Dictionary of Greek

  • στολίδι — το κόσμημα, στόλισμα: Η κόρη του είναι το στολίδι του σπιτιού του. – Έβαλε τα χρυσά στολίδια της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καστανός — ή, ό καστανόχρωμος: Η κόρη του είναι καστανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φατίμα — Κόρη του Μωάμεθ και της πρώτης του γυναίκας Χαντίτζα. Παντρεύτηκε τον Αλή, εξάδελφο του Προφήτη, και απέκτησε απ’ αυτόν, εκτός από τις δύο κόρες Ζαϊνάμπ και Ουμ Κουλθούμ, δύο γιους, τον Χασάν και τον Χουσεΐν, που διαδραμάτισαν σπουδαιότατο ρόλο… …   Dictionary of Greek

  • Χατσεψούτ — Κόρη του φαραώ Tούθμωση A’, που βασίλεψε στην Αίγυπτο ως φαραώ (18η δυναστεία). Ο Tούθμωσης B’, γιος του Tούθμωση A’ όχι από την επίσημη σύζυγό του, νομιμοποίησε την εξουσία του με τον γάμο τον οποίον έκανε με τη X., κόρη της επίσημης συζύγου του …   Dictionary of Greek

  • ατροπίνη — Είναι το κύριο αλκαλοειδές που περιέχεται στην μπελαντόνα (atropa belladonna), φυτό ποώδες, αειθαλές, αυτοφυές στην κεντρική και νότια Ευρώπη. Η χαρακτηριστική φαρμακολογική ιδιότητα αυτής της ουσίας είναι ότι παρεμποδίζει την περιφερειακή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»